- προτραγέλαφος
- (protragelaphus). Γένος κοιλόκερων οπληφόρων θηλαστικών, που έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των τραγελαφίνων. Απολιθώματά τους βρέθηκαν μέσα σε κατωπλειοκαινικά στρώματα. Στην Ελλάδα βρέθηκαν, τα ίδια στρώματα, στο Πικέρμι της Αττικής και στη Σάμο.
* * *ο, Ν(παλαιοντ.) γένος κοιλόκερων οπληφόρων θηλαστικών που έχει εκλείψει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protragelaphus < pro-* (< προ-*) + λατ. tragelaphus < τραγέλαφος (< τράγος + έλαφος)].
Dictionary of Greek. 2013.